- συγκεραννύω
- ΝΜΑ, και συγκερνώ, -άω, και συγκιρνώ, -άω, Ν, και συγκιρνῶ, -άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, -άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω]1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ ἑτέρῳ τούτων επιτυγχάνουσι τύπῳ τῆς λέξεως... ἤ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ ξυγκεραννύντες», Πλάτ.)3. μτφ. μετριάζω τη σφοδρότητα αναμιγνύοντας κάτι με κάτι άλλο («λύπη τὴν ἡδονήν ξυγκεραννύναι», Πλάτ.)αρχ.1. συνθέτω, συναποτελώ2. δημιουργώ φιλία ή έχθρα με κάποιον («ταχὺ τοῑς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῑσθαι», Ξεν.)3. παντρεύομαι4. είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος με κάποιον («πενία δὲ συγκραθεῑσα δυσσεβεῑ τρόπῳ», Σοφ.)5. γραμμ. (για φωνήεντα) παθαίνω κράση6. παθ. συγκεράννυμαιενώνομαι («συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις», Ξεν.)7. φρ. «συγκέκραμαι οἴκτῳ» — πάσχω βαριά (Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.